- πολυ-πῖδαξ
πολυ-πῖδαξ, ακος, mit vielen Quellen; Ἴδη, ll. 8, 47 u. öfter; Ap. Rh. 3, 883.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πῖδαξ, ακος, mit vielen Quellen; Ἴδη, ll. 8, 47 u. öfter; Ap. Rh. 3, 883.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυπίδαξ — μεθυπῑδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῑδαξ βότρυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυ πίδαξ)] … Dictionary of Greek
πολυπίδακος — ον, Α πολυπῖδαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πιδαξ (< πῖδαξ, ακος)] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek