πολυ-πήδητος

πολυ-πήδητος

πολυ-πήδητος, = πολύσκαρϑμος, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηδηχτός — και πηδητός, ή, ό, Ν [πηδώ] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει 2. εκείνος που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ πηδηχτός μάς ήρθε») 3. αυτός που εκτελείται με πηδήματα («πηδηχτός χορός») 4. το αρσ. ως ουσ. ο πηδηχτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”