- πολυ-πάτητος
πολυ-πάτητος, viel od. oft betreten, Schol. Callim. Iov. 26; übertr., abgenutzt, abgedroschen, gemein, ῥαψῳδία, Plut. garrul. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πάτητος, viel od. oft betreten, Schol. Callim. Iov. 26; übertr., abgenutzt, abgedroschen, gemein, ῥαψῳδία, Plut. garrul. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπάτητος — η, ο / πολυπάτητος, ον ΝΜΑ αυτός που πατιέται πολύ, που περπατούν πολλοί επάνω του, χιλιοπατημένος («πολυπάτητος δρόμος») αρχ. μτφ. αυτός ο οποίος ακολουθεί την πεπατημένη, τετριμμένος («πολυπάτητοι ῥᾳψωδίαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek