- προς-αυράω
προς-αυράω, aor. προςηύρων, hinzubewegen und anrühren; πρὶν πυρὶ ϑερμῷ πόδα τις προςαύρῃ, Soph. Ant. 615, Conj. Seidlers für προςάρῃ; Hesych. erklärt προςαυρών durch προςτυχών Vgl. Buttm. Lexil. I p. 82 u. ἀπαυράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.