πολυ-ποίκιλος

πολυ-ποίκιλος

πολυ-ποίκιλος, sehr bunt, sehr mannichfaltig, ἀνϑέων στέφανος, Eubul. b. Ath. XV, 679 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυποίκιλος — η, ο / πολυποίκιλος, ον ΝΜΑ πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ) (μσν αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • νεοποίκιλος — νεοποίκιλος, ον (Α) αυτός που στολίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποικίλος (πρβλ. πολυ ποίκιλος)] …   Dictionary of Greek

  • πτεροποίκιλος — η, ο / πτεροποίκιλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει ποικίλο, πολύχρωμο φτέρωμα, αυτός που έχει πλουμιστά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + ποικίλος (πρβλ. πολυ ποίκιλος)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • πολυδευκής — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ές, Α 1.… …   Dictionary of Greek

  • μαλακόστρακα — Η μεγαλύτερη από τις εννέα ομοταξίες των καρκινοειδών, της οποίας έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα περισσότερα από 20.000 είδη. Τα μ. περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών σώματος, και οργανισμούς κατά πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως είναι… …   Dictionary of Greek

  • Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • νεοποίκιλτος — νεοποίκιλτος, ον (Α) νεοποίκιλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποικίλλω (< ποικίλος), πρβλ. πολυ ποίκιλτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”