- πολυ-πλάσιος
πολυ-πλάσιος, = πολλαπλάσιος, als v. l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πλάσιος, = πολλαπλάσιος, als v. l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπλάσιος — ία, ον, ΜΑ πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλάσιος* (πρβλ. πολλα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
υπερπλασιάζω — Μ πολλαπλασιάζω κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλασιάζω (< πλάσιος*), πρβλ. πολλα πλασιάζω] … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՊԱՏԻԿ — (տկի, տկաց.) NBH 1 414 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 12c ա. πολλαπλάσιος, πλάσιος, πολύπλοκος, ποικίλος, πολλάπολυς multiplex, multifarius, varius Բազմապիսի, ազգի ազգի. բազմադիմի. բազում. բազմազան, կամ յոլով. ... *Տեսի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)