- πολυ-πληθύνω
πολυ-πληθύνω und πολυ-πλήθω, richtiger getrennt geschrieben, Lob. Phryn. 631.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πληθύνω und πολυ-πλήθω, richtiger getrennt geschrieben, Lob. Phryn. 631.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπληθύνω — Α πολλαπλασιάζω, πληθαίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πληθύνω (πρβλ. επι πληθύνω)] … Dictionary of Greek
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek
πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… … Dictionary of Greek
ՅԱՃԱԽԵՄ — (եցի.) NBH 2 0318 Chronological Sequence: Early classical, 10c ն. πληθύνω, πλεονάζω, ἑπιτείνω multiplico, abundare facio, amplifico πλατύνω dilato. Բազմացուցանել. աճեցուցանել. յաւելուլ. ստէպ երկրորդել. հանապազորդել. յերկարել. ... *Բերան քո… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)