πολυ-πλανής

πολυ-πλανής

πολυ-πλανής, ές, viel od. weit umherirrend, Eur. Hel. 204; rankend, κισσός, Leon. Tar. 30 (VI, 154); in Prosa, Plat. Polit. 288 a; πορεία, Plut. Crass. 29. – Auch akt., viel verwirrend, in Irrthümer führend, Mus. 75; vgl. Jac. A. P. p. 482.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριπλανής — ές, Α πολυπλάνητος, αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῡς ποδηγίας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ πλανής] …   Dictionary of Greek

  • ετεροπλανής — ἑτεροπλανής, ές (Α) αυτός που πλανιέται εδώ και εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλανής (πλανώμαι), πρβλ. α πλανής, πολυ πλανής] …   Dictionary of Greek

  • ευπλανής — εὐπλανής, ές (Α) αυτός που πλανάται κατά βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ.: < ευ + πλανής (< πλανώμαι), πρβλ. βιο πλανής, πολυ πλανής] …   Dictionary of Greek

  • παλιμπλανής — παλιμπλανής, ές (Α) αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ πλανής] …   Dictionary of Greek

  • παντοπλανής — ές, Α αυτός που πλανάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ πλανής] …   Dictionary of Greek

  • πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”