- πολυ-πλόκαμος
πολυ-πλόκαμος, mit vielen Locken, sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πλόκαμος, mit vielen Locken, sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπλόκαμος — η, ο / πολυπλόκαμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά πλοκάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλόκαμος (πρβλ. οφιο πλόκαμος, χρυσο πλόκαμος)] … Dictionary of Greek
Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… … Dictionary of Greek
ξανθόπλοκος — ξανθόπλοκος, ον (Μ) αυτός που έχει ξανθούς πλοκάμους, ξανθές πλεξίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + πλόκος «πλόκαμος, πλεξίδα» (πρβλ. πολύ πλοκος)] … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν … Dictionary of Greek