πολυ-παθής

πολυ-παθής

πολυ-παθής, ές, von vielen Leiden, der viel zu leiden hat, vielen Leidenschaften ausgesetzt ist; Plut.; πουλυπαϑέσσι τυράννοις Statil. Flacc. 9 (IX, 98).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

  • καινοπαθής — καινοπαθής, ές (Α) αυτός που παθαίνει ή έπαθε κάτι καινούργιο, φοβερό και ανήκουστο («πολλὰ πήματα καὶ καινοπαθῆ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + παθής (< πάθος), πρβλ. κακο παθής, πολυ παθής] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοπαθής — ές αυτός που πάσχει από καρδιακή νόσο, ο καρδιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. μελεο παθής, πολυ παθής. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiopath υποχωρητ. παρ. τής λ. cardiopathy (πρβλ. καρδιοπάθεια). Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • νεοπαθής — νεοπαθής, ές (Α) αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. πολυ παθής] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθής — ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, ές) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους 2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • παντοπαθής — ές, Α 1. αυτός που υποφέρει τα πάντα 2. αυτός που υπόκειται σε όλα τα πάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ παθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυπαθής — ές, ΝΜΑ ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα μσν. αρχ. ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.) αρχ. 1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων 2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές 3. (για τύραννο)… …   Dictionary of Greek

  • φιλομαθής — ές, ΜΑ επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ παθής]. ές, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων αρχ. 1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι 2. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • καταπαθής — καταπαθής, ές (Μ) πολύ εμπαθής, πολύ ερεθισμένος, με πάθος και θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παθής (< πάθος, τὸ), πρβλ. εμ παθής, συμ παθής] …   Dictionary of Greek

  • υπερπαθής — ές, ΜΑ πάρα πολύ λυπημένος. επίρρ... ὑπερπαθῶς Μ με υπερπαθή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παθής (< πάθος), πρβλ. περι παθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”