πολυπικὸν

πολυπικὸν

πολυπικὸν σπαϑίον, τό, Messer zum Wegschneiden der Polypen, Paul. Aeg., zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυπικός — ή, όν, ΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολύποδα τών βλεννογόνων 2. φρ. «σπαθίον πολυπικόν» χειρουργικό μαχαίρι για την αφαίρεση πολυπόδων (Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος, ποιητ. τ. τού πολύπους, οδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”