- πολυ-πευθής
πολυ-πευθής, ές, viel fragend, bei Plut. quest. gr. 9 ἡμέρα, ein Tag, an dem viel gefragt wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πευθής, ές, viel fragend, bei Plut. quest. gr. 9 ἡμέρα, ein Tag, an dem viel gefragt wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοπευθής — νεοπευθής, ές (Α) αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυ πευθής] … Dictionary of Greek
πολυπευθής — ές, Α φρ. «ἑβδόμη πολυπευθής» η μέρα κατά την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο πευθής] … Dictionary of Greek