πολυ-πόθητος

πολυ-πόθητος

πολυ-πόθητος, viel oder sehr gewünscht, τῆς δίψης οὐδὲν πολυποϑητότερον, begehrlicher, Ath. X, 433 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυπόθητος — η, ο / πολυπόθητος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τόν ξαναδεί ή να τόν ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα τής Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • οικειοπόθητος — οἰκειοπόθητος, ον (Μ) αυτός που είναι αγαπητός σαν οικείος, σαν συγγενής, πολύ αγαπητός, πολύ ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + ποθητός] …   Dictionary of Greek

  • παμπόθητος — παμπόθητος, ον (Μ) πάρα πολύ ποθητός, περιπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ποθητός (< ποθῶ)] …   Dictionary of Greek

  • περιπόθητος — η, ο / περιπόθητος, ον, ΝΜΑ ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... τής γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποθητός (< ποθῶ)] …   Dictionary of Greek

  • τριπόθητος — η, ο / τριπόθητος, ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, ον, Α πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.) μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • χριστοπόθητος — ον, Μ εκκλ. αυτός που ποθεί τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ποθητός (< ποθῶ), πρβλ. πολυ πόθητος] …   Dictionary of Greek

  • πανεπήρατος — ον, Α πολύ αγαπητός, πολύ ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήρατος «ευχάριστος, αξιαγάπητος»] …   Dictionary of Greek

  • πολυπόθεινος — ον, Α πάρα πολύ ποθητός, πολυπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποθεινός (< πόθος)] …   Dictionary of Greek

  • πανεπέραστος — ον, Μ πάρα πολύ ποθητός, εξαιρετικά αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπέραστος «αξιέραστος, αξιαγάπητος»] …   Dictionary of Greek

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • περισπουδαίος — αία, ον, Μ πολύ επιθυμητός, περιπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπουδαῖος «ποθητός, αξιέραστος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”