πολυ-πόδης

πολυ-πόδης

πολυ-πόδης, ες, p. πουλυπόδης, = πολύπους, Bian. 2 (IX, 227), in poet. Form.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυπόδης — και επικ. τ. πουλυπόδης, ὁ, Α το χταπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • τετραπόδης — ὁ, Α αυτός που έχει τέσσερα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ πόδης] …   Dictionary of Greek

  • υψιπόδης — ὁ, ΜΑ (ποιητ. τ.) ὑψίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ πόδης] …   Dictionary of Greek

  • ωκυπόδης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) ωκύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ πόδης] …   Dictionary of Greek

  • κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοπόδης — ὁ, Μ (ως ονομασία ίππου) αυτός που έχει χρυσά πόδια, που είναι πολύ γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. ξυλο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”