- πολυ-πόδειον
πολυ-πόδειον, τό, dim. von πολύπους, Anaxandrid. bei Ath. IV, 131 (v. 39). S. πολυπόδιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πόδειον, τό, dim. von πολύπους, Anaxandrid. bei Ath. IV, 131 (v. 39). S. πολυπόδιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek