- προς-αστράπτω
προς-αστράπτω, anblitzen, τινί, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αστράπτω, anblitzen, τινί, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
παραμαρμαίρω — Α λάμπω, ακτινοβολώ πλάι σε κάτι άλλο («πρὸς ἄλληλα παραμαρμαίροντα πρὸς ἀνταύγειαν ἡλιου», Ονήσανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μαρμαίρω «λάμπω, αστράπτω»] … Dictionary of Greek
προσαυγάζω — Α 1. βλέπω προς κάποιον ή προς κάτι («Σπιλάς... πόντον προσαυγάζουσα», Λυκόφρ.) 2. λάμπω πάνω σε κάποιον («λίθους ἥδιστον προσαυγάζοντας τοῑς ὁρῶσι», Ιώσ.) 3. στίλβω, αστράφτω («ἱστία ποικίλως προσαυγάζοντα», Φιλόστρ.) 4. υφίσταμαι μαρτύριο,… … Dictionary of Greek