πολυ-πράγμων

πολυ-πράγμων

πολυ-πράγμων, ον, mit vielen Sachen, Angelegenheiten, Händeln beschäftigt; bes. tadelnd, der sich in vielerlei Dinge mischt, die ihn Nichts angehen, Ar. Av. 471; aus Vorwitz, Neugier, zänkischer Geschäftigkeit oder Gewinnsucht sich in die Angelegenheiten Anderer mengend, der im Staate Neuerungen anfängt, vgl. Valck. Hipp. 785; ὄχλος, Plut. Pericl. 11; καὶ ϑρασύς, Lys. 24, 24; auch kleinlich weitläuftig und umständlich, Sp., wie Plut.; – selten lobend, genau, sorgfältig forschend, durch viele Thätigkeit in Geschäften geübt, Pol. 9, 1, 4 D. Sic. 1, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιοπράγμων — ἰδιοπράγμων, ον (Α) αυτός που φροντίζει μόνο για τα ατομικά του συμφέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ισχυροπράγμων — ἰσχυροπράγμων ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… …   Dictionary of Greek

  • λογοπραγμονώ — λογοπραγμονῶ, έω (Α) λογοπραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λογοπράγμων < λογο * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπράγμων — ον (Α μεγαλοπράγμων, ον) αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοπράγμων — ον, αρσ. και ολιγοπράγμονας (Α ὀλιγοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με λίγα πράγματα νεοελλ. αυτός που δεν έχει ενδιαφέροντα και φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ομοπράγμων — ὁμοπράγμων, ὁ (Α) αυτός που συμπράττει με κάποιον άλλο, βοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοπράγμων — παλαιοπράγμων, ον (Α) παλαιοθέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοπράγμων — ον, Α αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές επιχειρήσεις, πολυπράγμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυπράγμων — όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν 1. αυτός που ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις 2. αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τόν αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις μσν. αρχ. ο άκριτα περίεργος αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπράγμων — όπραγμον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος 2. (με αρνητική σημ.) αυτός που τού αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμον η φιλοπραγμοσύνη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”