- πλητίς
πλητίς, ἡ, = τὸ πλατίον, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλητίς, ἡ, = τὸ πλατίον, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλητίς — ῑνος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) πληθ. «πλητῑνες δέλτοι» … Dictionary of Greek
δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… … Dictionary of Greek