- πλησί-μοχθος
πλησί-μοχθος, voll von Noth und Drangsal, sehr zw. Lesart bei Pol. 5, 106, 4, Bell. πρασίμ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλησί-μοχθος, voll von Noth und Drangsal, sehr zw. Lesart bei Pol. 5, 106, 4, Bell. πρασίμ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπρόμοχθος — κοπρόμοχθος, ον (Μ) (για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην κοπριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. επί μοχθος, πλησί μοχθος] … Dictionary of Greek
τρυσίμοχθος — ον, Α αυτός που ταλαιπωρείται από μόχθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πλησί μοχθος, τλησί μοχθος] … Dictionary of Greek