- πλησί-φωτος
πλησί-φωτος, = Vorigem, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλησί-φωτος, = Vorigem, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληξίφωτος — ληξίφωτος, ον (Α) αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο αμυδρός στον φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυξί φωτος, πλησί φωτος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
ισόφωτος — ἰσόφωτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει το ίδιο φως, αυτός που φωτίζει εξίσου με κάποιον άλλο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόφωτον ονομασία αλοιφής τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φωτος (< φως, τός), πρβλ. ετερό φωτος, πλησί φωτος] … Dictionary of Greek
υπέρφωτος — ον, ΜΑ αυτός που ξεπερνάει το φως σε λάμψη, υπέρλαμπρος («ἀνάψων ἡμῶν τὰς λαμπάδας τῆς πίστεως τῆς σῆς ὑπερφώτου ἐλλάμψεως», Λειτ. Ιακ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. πλησί φωτος] … Dictionary of Greek