πλησμονή

πλησμονή

πλησμονή, , Anfüllung, Fülle, Ueberfluß, Sättigung; Ar. Plut. 189; im plur., Eur. Troad. 1211; in Prosa: πλησμονὴ γίγνοιτο τῆς συνουσίας, Plat. Couv. 141 c, u. öfter; Gegensatz ἔνδεια, Rep. IX, 571 e, κένωσις, Conv. 186 c; ἁπάντων, Isocr. 1, 20; τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾷν, 1, 46; Xen. Mem. 3, 11, 14 u. öfter, u. Sp., bes. von Uebersättigung mit Speise, Pol. 2, 19, 4; ἡ ἀπό τινος πλ., Luc. Nigr. 33.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλησμονῇ — πλησμονή a being filled fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονή — a being filled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονή — η, ΝΜΑ 1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα 2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά») αρχ. τέλεια πλήρωση, γέμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ τού πίμ πλ ημι* (πρβλ. αόρ. ἔ… …   Dictionary of Greek

  • πλησμονή — η 1. πλήθος, αφθονία. 2. κορεσμός, χορτασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησμοναῖς — πλησμονή a being filled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμοναί — πλησμονή a being filled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονᾶς — πλησμονή a being filled fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῆς — πλησμονή a being filled fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῇσι — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῇσιν — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονήν — πλησμονή a being filled fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”