- πλησιαίτερος
πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, compar. u. superl. zu πλησίος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, compar. u. superl. zu πλησίος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλησιαίτερος — πλησίος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)