- πληρο-σέληνος
πληρο-σέληνος, vollmondig, Eust.; τὸ πλ., Vollmond, Man. 2, 490.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πληρο-σέληνος, vollmondig, Eust.; τὸ πλ., Vollmond, Man. 2, 490.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλησισέληνος — ον, ΜΑ πλησιφαής σελήνη, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι* (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + σελήνη (πρβλ. πληρο σέληνος)] … Dictionary of Greek