- πληρότης
πληρότης, ητος, ἡ, Fülle, Vollständigkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πληρότης, ητος, ἡ, Fülle, Vollständigkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πληρότης — fullness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρότητα — πληρότης fullness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρότητι — πληρότης fullness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρότητος — πληρότης fullness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρότητα — η / πληρότης, ητος, ΝΜΑ [πλήρης] 1. η ιδιότητα τού πλήρους, το να είναι κάτι γεμάτο 2. τελειότητα, αρτιότητα νεοελλ. 1. (φιλοσ.) η κατάσταση τού ατόμου στην οποία οι δυνατότητες τής ζωής που υπάρχουν σ αυτό έχουν την πλήρη και ελεύθερη εκδήλωσή… … Dictionary of Greek
υπερπληρότης — ητος, ἡ, Α [πληρότης] πλήρωση μεγαλύτερη από το κανονικό, παραγέμισμα … Dictionary of Greek