ποδ-ώκης

ποδ-ώκης

ποδ-ώκης, ες, fußschnell, schnellfüßig; Hom., bes. in der Il., gew. Beiwort des Achill; auch bei Hes. u. sp. D.; überh. schnell; ποδῶκες ὄμμα, Aesch. Spt. 605, χάλκευμα, Ch. 569; ϑεῶν ποδώκεις βλάβαι, Soph. Ant. 1104; auch in Prosa: ἄνϑρωποι, Thuc. 3, 98; ἐφ' ἵππ ων ὅτι ποδωκεστάτων, Plat. Rep. V, 467 e; δρομεύς, Alcidam. sophist. p. 674, 18; Plut. Fab. Max. 7; ἱππεῖς, Sull. 17. – An. Rh. 1, 180 hat (wie von ποδωκήεις) den superl. ποδωκηέστατος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιππώκης — ἱππώκης, εος, ὁ (Α) αυτός τού οποίου το άρμα έχει ταχείς ίππους («ἱππώκης ἀέλιος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ώκης (< *ὦκος < ὠκυς «ταχύς»), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] …   Dictionary of Greek

  • πτερυγωκής — ές, Α. αυτός που έχει γρήγορα φτερά, που μπορεί και πετάει πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + ωκης (< ὠκύς, μέσω αμάρτυρου *ὦκος, τὸ), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”