πημονῇ — πημονή hostile fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονή — hostile fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονή — ἡ, Α 1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.) 2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» να μην επιφέρονται … Dictionary of Greek
πημοναῖς — πημονή hostile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοναῖσι — πημονή hostile fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοναῖσιν — πημονή hostile fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονᾶς — πημονή hostile fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονῆς — πημονή hostile fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονήν — πημονή hostile fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονῶν — πημονή hostile fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απημοσύνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα. Έφυγε με τον αδελφό της Αλθαιμένη από την Κρήτη και πήγε στη Ρόδο όπου τη βίασε ο Ερμής και θανατώθηκε γι’ αυτό από τον αδελφό της. * * * ἀπημοσύνη, η (Α) 1. έλλειψη συμφοράς, ασφάλεια,… … Dictionary of Greek