- πλαθανίτας
πλαθανίτας, ὁ, sc. πλακοῦς, eine Art Kuchen, Philoxen. bei Ath. XIV, 643, nach Mein., vulg. πλατάνισσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαθανίτας, ὁ, sc. πλακοῦς, eine Art Kuchen, Philoxen. bei Ath. XIV, 643, nach Mein., vulg. πλατάνισσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαθανίτας — πλαθανίτᾱς , πλαθανίτης baked in a mould masc acc pl πλαθανίτᾱς , πλαθανίτης baked in a mould masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαθανίτης — και δωρ. τ. πλαθανίτας, ὁ, Α είδος πίτας που ψήνεται σε πλάθανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθανον «πλατιά σανίδα όπου πλάθουν ή ψήνουν ψωμί» + επίθημα ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek