πονηρία — πονηρίᾱ , πονηρία bad state fem nom/voc/acc dual πονηρίᾱ , πονηρία bad state fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρία — πονηρία, η και πονηριά, η και πονηράδα, η 1. κακή διάθεση, πανουργία, δολιότητα: Τέκνο κακό και πίβουλο και πονηριές γεμάτο (Ερωτόκριτος). 2. πονηρή ενέργεια, δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, απάτη: Με τις πονηριές κατόρθωσε να αναδειχτεί. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονηρίᾳ — πονηρίαι , πονηρία bad state fem nom/voc pl πονηρίᾱͅ , πονηρία bad state fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρία — η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν [πονηρός] 1. (με ηθική σημ.) κακία, πανουργία, δολιότητα 2. στον πληθ. πονηρές ενέργειες, κατεργαριά, πονηράδα νεοελλ. δυσπιστία, υπόνοια, καχυποψία αρχ. 1. κακή κατάσταση, καχεξία 2. ποταπότητα 3. δειλία,… … Dictionary of Greek
Προφασέως δέεται μόνον ἡ πονηρία. — См. Была бы собака, а палка будет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πονηρίας — πονηρίᾱς , πονηρία bad state fem acc pl πονηρίᾱς , πονηρία bad state fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρίαι — πονηρία bad state fem nom/voc pl πονηρίᾱͅ , πονηρία bad state fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρίαν — πονηρίᾱν , πονηρία bad state fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηριῶν — πονηρία bad state fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρίαις — πονηρία bad state fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρίην — πονηρία bad state fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)