- ποδίστρα
ποδίστρα, ἡ, Fußfalle, Fußschlinge; Philp. 8 (VI, 107); Ep. ad. 419 (IX, 372).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδίστρα, ἡ, Fußfalle, Fußschlinge; Philp. 8 (VI, 107); Ep. ad. 419 (IX, 372).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδίστρα — ἡ, Α 1. η παγίδα τών ποδιών τών θηραμάτων 2. μτφ. ο ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] … Dictionary of Greek
ποδίστρας — ποδίστρᾱς , ποδίστρα foot trap fem acc pl ποδίστρᾱς , ποδίστρα foot trap fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδίστραις — ποδίστρα foot trap fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)