ποδάριον

ποδάριον

ποδάριον, τό, dim. von πούς, Füßchen, Alexis u. Plat. com. bei Poll. 2, 196 u. Ath. III, 107 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποδάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάριον — τὸ, ΜΑ βλ. ποδάρι …   Dictionary of Greek

  • ποδάρια — ποδάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”