- ποδοῤ-ῥώη
ποδοῤ-ῥώη, ἡ, die Fußstarke oder (ῥώομαι) Fußschnelle, Ἀταλάντη, Callim. Dian. 215, Schol. τοῖς ποσὶ ὀρούουσα καὶ ὁρμῶσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδοῤ-ῥώη, ἡ, die Fußstarke oder (ῥώομαι) Fußschnelle, Ἀταλάντη, Callim. Dian. 215, Schol. τοῖς ποσὶ ὀρούουσα καὶ ὁρμῶσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.