- ποδ-ηγέτης
ποδ-ηγέτης, ὁ, wie ποδηγός, Führer, Wegweiser, Anführer, Sp., wie D. Cass. 40, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδ-ηγέτης, ὁ, wie ποδηγός, Führer, Wegweiser, Anführer, Sp., wie D. Cass. 40, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προηγέτης — δωρ. τ. προαγέτης, ὁ, θηλ. προηγέτις, ιδος, Α αυτός που προπορεύεται ως οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ποδ ηγέτης] … Dictionary of Greek
στρατηγέτης — ο, ΝΜΑ, και σταρταγέτας και τ. θηλ. στρατηγέτις Α στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ἡγέτης* (πρβλ. ποδ ηγέτης)] … Dictionary of Greek
στρατηλάτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, ιδος, Α ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού νεοελλ. 1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο 2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek