πηδητής

πηδητής

πηδητής, , der Springer, Hüpfer, Tänzer (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηδητής — ο, ΝΑ [πηδώ] αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά νεοελλ. ζωολ. νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις τής κεντρικής και τής νότιας Αφρικής αρχ. χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.) …   Dictionary of Greek

  • πηδηταί — πηδητής leaper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητήν — πηδητής leaper masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδητάς — πηδητά̱ς , πηδητής leaper masc acc pl πηδητά̱ς , πηδητής leaper masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • γοφάρι — και γουφάρι και γκιφάρι, το (Μ γομφάριον και γουφάριον) ονομασία τού ψαριού αμία ή τεμνόδους ο πηδητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. τού αρχ. γόμφος] …   Dictionary of Greek

  • τεμνόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. παλαιά ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής οικογένειας σκομβρίδες, κν. γουφάρι ή πηδητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”