- πλανητός
πλανητός, umherirrend, Plat. Tim. p. 19 c; – übertr., irrend, dem Irrthum unterworfen, πάϑη, Plut. S. N. V. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλανητός, umherirrend, Plat. Tim. p. 19 c; – übertr., irrend, dem Irrthum unterworfen, πάϑη, Plut. S. N. V. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλανητός — ή, όν, Α [πλανώμαι] 1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.) 2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει β) αυτός που αλλάζει κάτι γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πλάνητος — πλάνης wanderer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητά — πλανητός wandering neut nom/voc/acc pl πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc/acc dual πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητόν — πλανητός wandering masc acc sg πλανητός wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητοῖς — πλανητός wandering masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητοῦ — πλανητός wandering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητούς — πλανητός wandering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῷ — πλανητός wandering masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπλάνητος — θαλασσοπλάνητος, ον (Α) ο θαλασσόπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλάνητος (< πλανώμαι), πρβλ. οινο πλάνητος, περι πλάνητος] … Dictionary of Greek
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek