- πλαδαρότης
πλαδαρότης, ητος, ἡ, Nässe, Zustand eines nassen Körpers, Hermes bei Stob. ecl. I p. 1098.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαδαρότης, ητος, ἡ, Nässe, Zustand eines nassen Körpers, Hermes bei Stob. ecl. I p. 1098.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαδαρότης — flaccidity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαρότητος — πλαδαρότης flaccidity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαρότητα — η / πλαδαρότης, ητος, ΝΑ [πλαδαρός] (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) η ιδιότητα τού πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία … Dictionary of Greek