- πλακίς
πλακίς, ίδος, ἡ, Bank, Sitz, Ruhebett von Blumen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακίς, ίδος, ἡ, Bank, Sitz, Ruhebett von Blumen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακίς — bench fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κλινίδιον κατεσκευασμένον ἐξ ἀνθῶν [ἐν] τῇ ἑορτῇ τῶν Παναθηναίων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. θωρακ ίς, φυλακ ίς)] … Dictionary of Greek
πλακίδα — πλακίς bench fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακίδας — πλακίς bench fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
πλακί — πλάξ anything flat and broad fem dat sg πλακίς bench fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)