- πλακούντιον
πλακούντιον, τό, dim. von πλακοῦς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακούντιον, τό, dim. von πλακοῦς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακούντιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακουντίου — πλακούντιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακουντίων — πλακούντιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακούντια — πλακούντιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακούντιο — το / πλακούντιον ΝΑ, και πλακόντιον Α [πλακούς, ούντος] (με υποκορ. σημ.) πίτα, γλύκισμα με μικρό μέγεθος … Dictionary of Greek
ՊՂԱԿՈՒՆԴ — ( ) NBH 2 0652 Chronological Sequence: Unknown date ՊՂԱԿՈՒՆԴ կամ ՊՂԱԿՈՒՆՏ, ՊՂԱԿՈՒՆԴԱ կամ ՊՂԱԿՈՒՆՏՐ. Բառ յն. πλακοῦς սեռ. κοῦντος placenta πλακούντιον placentula. յորմէ ռմկ. բոկեղ. թ. պօղալա. իտ. ֆօգա՛լլիա. Կարկանդակ. քաքար. նաստիկ, հայս զանգեալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)