- πλαγγόνιον
πλαγγόνιον, τό, dim. von πλαγγών 2, eine Art Salbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαγγόνιον, τό, dim. von πλαγγών 2, eine Art Salbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαγγόνιον — ointment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγγόνιον — τὸ, Α [Πλαγγών] είδος μύρου το οποίο ονομάστηκε έτσι από το όνομα τού εφευρέτη του που ήταν ο αρωματοποιός Πλάγγων ή Πλαγγών, ή, κατ άλλους, μια εταίρα, η Πλαγγών … Dictionary of Greek