- πλαγκτήρ
πλαγκτήρ, ῆρος, ὁ, der irren Machende, Verwirrende, od. der Irrende, Beiw. des Bacchus (IX, 524, 17).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαγκτήρ, ῆρος, ὁ, der irren Machende, Verwirrende, od. der Irrende, Beiw. des Bacchus (IX, 524, 17).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαγκτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου) (με ενεργ σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο πλάνος 2. (με παθ. σημ.) περιπλανώμενος, αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + επίθημα τηρ/ τειρα (πρβλ. σφιγκ τήρ)] … Dictionary of Greek
πλαγκτῆρα — πλαγκτήρ he that leads astray masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγκτης — ου, ὁ, Α πλαγκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + κατάλ. της (πρβλ. σφίγκ της)] … Dictionary of Greek