πλακερός

πλακερός

πλακερός, = πλατύς, breit; Theocr. 7, 18, ζωστήρ, Schol. hat auch die v. l. πλοκερός, ἀντὶ τοῦ πεπλεγμένος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλακερός — ή, ό / πλακερός, ά, όν, ΝΑ πλατύς, φαρδύς, ευρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + επίθημα ερός (πρβλ. δροσ ερός, τρυφ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • πλακερόν — πλακερός broad masc acc sg πλακερός broad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακερῷ — πλακερός broad masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”