- προς-απο-λαύω
προς-απο-λαύω, noch dazu, zugleich Theil haben woran, es genießen, c. gen., auch ἕτερόν τι, Plat. Al. II, 150 c u. Sp., wie D. Hal. 6, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-απο-λαύω, noch dazu, zugleich Theil haben woran, es genießen, c. gen., auch ἕτερόν τι, Plat. Al. II, 150 c u. Sp., wie D. Hal. 6, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek