- πλακωτής
πλακωτής, ὁ, μαρμάρου, der mit Marmorplatten belegt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακωτής, ὁ, μαρμάρου, der mit Marmorplatten belegt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακωτής — ο, ΝΑ [πλακώ] τεχνίτης ειδικευμένος στην επίστρωση επιφανειών με πλάκες, πλακάς … Dictionary of Greek
πλακωτῆς — πλακωτή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακάς — (I) άδος, ἡ, Α ειδικό κοίλωμα όπου τοποθετούσαν τα αγγεία τού κρασιού, αποθήκη οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, κός + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ολκ άς)]. (II) ο, Ν [πλάκα] τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση τοίχων ή δαπέδων με πλακάκια, πλακωτής* … Dictionary of Greek