πλεῖς

πλεῖς

πλεῖς, s. πλέες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλεῖς — πλέω sail pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) πλέω sail imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLANETAE — I. PLANETAE Herodot. et Plinio, vide Planctae. II. PLANETAE stellae erraticae multis, Nigidio Errones dicti, apud A. Gellium, l. 14. c. 1. quinque antiquis tantum fuêre, a Veterib. Astrologis, in tres sectas, Chaldaicam, Aegyptiacam et Graecam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • χαρτισμός — Πολιτικοκοινωνικό κίνημα, που εμφανίστηκε το 1838 στη Μεγάλη Βρετανία ως έκφραση της λαϊκής δυσφορίας για τη μεταρρύθμιση του 1832 και του οποίου η ονομασία προέρχεται από τον Χάρτη του λαού που είχαν συντάξει ο Φράνσις Πλέις και ο Ουίλιαμ Λόβετ… …   Dictionary of Greek

  • Γκέινσμπορο, Τόμας — (Thomas Gainsborough, Σάντμπερι, Σάφοκ 1727 – Λονδίνο 1788). Άγγλος ζωγράφος. Με την έμφυτη χρωματική ευαισθησία του και την έντονη ερευνητική του διάθεση, δημιούργησε ένα προσωπικό λυρικό ύφος, που ήταν επηρεασμένο από τη ζωγραφική του Άντον Βαν …   Dictionary of Greek

  • Γουντ — (Wood).Επώνυμο δύο Άγγλων αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων. 1. Τζον ο Πρεσβύτερος (John the Elder, Γιορκσάιρ 1704; – Μπαθ 1754). Έγινε κυρίως γνωστός για την πρωτοτυπία και το εκπληκτικά νεωτεριστικό πνεύμα που επέδειξε στις εργασίες της επέκτασης της …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ρέιλι Ρόμπερτ Τζον Στρατ, λόρδος — (Rayleigh, Τέρλινγκ Πλέις, Έσεξ 1875 – 1947). Άγγλος φυσικός, γιος του Τζον Γουίλιαμ. Διατέλεσε καθηγητής στο Αυτοκρατορικό Κολέγιο από το 1908 έως το 1919, οπότε, αφού κληρονόμησε τον τίτλο του λόρδου, θέλησε να συνεχίσει τις έρευνές του στο… …   Dictionary of Greek

  • pel-1, pelǝ-, plē- —     pel 1, pelǝ , plē     English meaning: full, to fill; to pour; town (?)     Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”