- ποινήτωρ
ποινήτωρ, ορος, ὁ, = ποινητήρ, Nonn. S. ποινάτωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποινήτωρ, ορος, ὁ, = ποινητήρ, Nonn. S. ποινάτωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποινήτωρ — ορος, ὁ, Μ βλ. ποινάτωρ … Dictionary of Greek
ποινήτορα — ποινήτωρ avenging masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινήτορας — ποινήτωρ avenging masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινήτορες — ποινήτωρ avenging masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινήτορι — ποινήτωρ avenging masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινήτορος — ποινήτωρ avenging masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινάτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) ποινήτωρ, τιμωρός, εκδικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. θηρά τωρ, γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek