- ποιάεις
ποιάεις, dor. = ποιήεις, Pind. N. 5, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιάεις, dor. = ποιήεις, Pind. N. 5, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιήεις — και δωρ. τ. ποιάεις, εσσα, εν, Α γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek