ποκάς

ποκάς

ποκάς, , 1) wollig, Wolle tragend (?). – 2) Wolle, Haar, im plur., Ar. Thesm. 567, Hesych. erkl. τρίχες, ἀπὸ τοῠ πέκεσϑαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποκάς — wool fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποκάς — άδος, ἡ, Α οι τρίχες τού κεφαλιού, κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι (βλ. λ. πόκος) + επίθημα άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …   Dictionary of Greek

  • πόκας — πόκος wool masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποκά — ποκάς wool fem voc sg ποκα , ποτέ doric (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποκάδας — ποκάς wool fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποκάδες — ποκάς wool fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… …   Dictionary of Greek

  • χαρακίρι — Αυτοκτονία με οριζόντια τομή στην κοιλιά. Η μέθοδος αυτή της αυτοκτονίας είναι ιαπωνικής επινόησης. Την υιοθέτησαν τον Μεσαίωνα οι ευγενείς, που προτιμούσαν τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Το χ. γενικεύτηκε στα χρόνια της δυναστείας των Άσι Κάγκα… …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • φουλ — το άκλ. (λ. αγγλ.) 1. συνδυασμός τριών όμοιων τραπουλόχαρτων με άλλα δύο όμοια στα παιχνίδια του πόκερ και της πόκας: Φουλ του άσου. 2. χωρίς το άρθρο ως επίθ., φουλ πλήρης, γεμάτος, κατάμεστος: Το γήπεδο ήταν φουλ από φιλάθλους. 3. ως επίρρ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποκ' — ποκά , ποκάς wool fem voc sg ποκᾰ , ποτέ doric (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”