- ποκάριον
ποκάριον, τό, dim. von πόκος, kleines Häuflein geschorener Wolle, kleiner Pelz, Hippiatr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποκάριον, τό, dim. von πόκος, kleines Häuflein geschorener Wolle, kleiner Pelz, Hippiatr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποκάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποκάρια — ποκάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκαρίσκιον — κοκαρίσκιον, τὸ (Μ) τούφα από ακατέργαστα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκάριον (< ποκάριον «τούφα μαλλί», με αφομοίωση) + επίθημα ίσκιον (πρβλ. αρτ ίσκιον, βωμ ίσκιον)] … Dictionary of Greek
ποκάρι — το / ποκάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το σύνολο τού ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος 2. όγκος ερίου μσν. αρχ. μικρή ποσότητα ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη] … Dictionary of Greek