ποιημάτιον

ποιημάτιον

ποιημάτιον, τό, dim. von ποίημα, Sp., wie Luc. Philopatr. 13 Plut. Cic. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποιημάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιημάτιον — τὸ, Α [ποίημα, ατος] μικρό, ολιγόστιχο ποίημα …   Dictionary of Greek

  • ποιηματίων — ποιημάτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηματίῳ — ποιημάτιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιημάτια — ποιημάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”