πλεοναχῇ — from many points of view indeclform (adverb) πλεοναχός manifold fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεοναχή — Α [πλεοναχός] επίρρ. ποικιλοτρόπως, από πολλές απόψεις («κἄν εἰ πλεοναχῇ σκοποῑμεν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek