- ποιητέον
ποιητέον, adj. verb. von ποιέω, man muß machen, thun, Her. 1, 191 Plat. conv. 217 a u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιητέον, adj. verb. von ποιέω, man muß machen, thun, Her. 1, 191 Plat. conv. 217 a u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιητέον — ποιητέος to be made masc acc sg ποιητέος to be made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
MERCURIUS — I. MERCURIUS Iovis et Maiae fil. Graecis Hermes ἀπὸ τοῦ ἑρμηνεύειν. h. e. ab interpretando dictus. Voss. vero Ἑρμῆς vult esse ab Gap desc: Hebrew i. e. sermo, eloquium. Erat enim nuntius Deorum, unde Heratio in Odis l. 1. Od. 10. Superis Deorum… … Hofmann J. Lexicon universale
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek